- ἐπιδεικτικοῦ
- ἐπιδεικτικόςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίδειξη — η (AM έπίδειξις) [επιδεικνύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επιδεικνύω («επίδειξη εμπορευμάτων, μόδας» κ.λπ.) 2. συμπεριφορά που έχει σκοπό την επίδειξη για λόγους εντυπώσεων («επίδειξη πολυμάθειας, πλούτου» κ.λπ.) 3. φανέρωση, αποκάλυψη… … Dictionary of Greek
θεατρικός — ή, ο (AM θεατρικός, ή, όν, Α ιων. τ. θεητρικός) [θέατρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέατρο (α. «θεατρικός συγγραφέας» β. «θεατρική μουσική», Αριστοτ.) 2. μτφ. προσποιητός, επιδεικτικός, πομπώδης «θεατρική χειρονομία») 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
επίδειξης, φαινόμενο της– — Ελληνική απόδοση του οικονομικού όρου demonstration effect. Ο ίδιος όρος αποδίδεται και ως φαινόμενο μίμησηςπροβολής. Στην απόφαση για την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ αποταμίευσης και κατανάλωσης (μεταξύ των διαφόρων τύπων καταναλωτικής… … Dictionary of Greek